διακρύπτω
1 ocultar
ἐν τοῖς στενωποῖς διέκρυπτενocultaba (dinero) en las callejuelas D.L.4.16,
τί διακρύπτεις τὴν τόλμαν;Chrys.M.54.610
•enterrar
(καλεῖν) καταχθόνιον δὲ τὸ διακεκρυμμένον ἤδη τοῦ σώματοςGr.Nyss.M.46.72A.
2 en v.med. ocultarse c. ac.
ὡς λάθρᾳ καὶ διακρυψάμενοι τούτους ἐπράττομεν ταῦταque furtivamente y ocultándonos de ellos hicimos estas cosas D.41.17, cf. Poll.6.209.