< διακτάομαι
διακτενισμός >
διακτενίζω
repeinar
en v. pas.
διεκτενισμένοι
bien peinados
Archil.41,
τὰ ξανθὰ καὶ διεκτενισμένα μειράκια
Philostr.
VA
8.7.6.