< διάκτορος
διάκτωρ >
διακτυπέω
golpear
,
hacer ruido
(μῦς) καταδύεται δὲ τοὺς ἐν γῇ μυχούς, εἰ διακτυπήσειέ τις
Cyr.Al.M.68.936A.