διάκτωρ, -ορος, ὁ


1 guía, conductor (δάμαλις) βούταν μὲν τρομέουσα διάκτορα AP 10.101 (Bianor)
διάκτορσιν· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν Hsch.

2 mensajero epít. de Hermes, Sch.Pi.O.8.106b, de Hermes-Tot Suppl.Mag.42.23, cf. Hsch., Sud.