< διακτενίζω
διακτέον >
διακτενισμός
,
-οῦ, ὁ
peinado muy elaborado
τοὺς διακτενισμοὺς αὐτῶν τοὺς θηλυδριώδεις μεθετέον
Clem.Al.
Paed
.3.3.16.