διακρούω
A tr.
I
ὅταν οἱ σφῆνες διακρουσθῶσινThphr.CP 2.15.4.
2 golpear como medio de comprobación
εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθέγγεταιPl.Tht.179d, cf. Luc.Par.4, Sch.Ar.Ra.78D.,
διακρούων τὰ δ[ιάκε]να τῶν τριμμάτωνIG 7.3073.164 (Lebadea II a.C.)
•en el baile golpear el suelo con los pies
ζυγίην Γαλάτεια διακρούουσα χορείηνzapateando Galatea una danza nupcial Nonn.D.43.390
•mús., ref. a un instrumento de cuerda pulsar en v. pas.
(φόρμιγξ)Sch.Pi.P.1.7b.
3 quebrar, romper
ἡ τῶν φωνηέντων παράθεσις ... διακέκρουκε τὸ συνεχὲς τῆς ἁρμονίαςD.H.Comp.22.39.
II gener. en v. med.-pas.
1 librarse, verse libre de
οὕτω διεκρούσαντο τοὺς ἝλληναςHdt.7.168, cf. Str.6.4.2,
πῶς ἂν διακρουσαίμην ... τὴν γυναῖκαAch.Tat.5.23.1
•rechazar
ἀπὸ τοῦ σώματος διακρούονται ... πᾶν τὸ φερόμενον ... βέλοςD.S.5.34, cf. 15.87, Hsch.
2 evitar, eludir ref. a pers. y abstr.
ὡς δ' ᾐσθόμην αὐτὸν διακρουόμενόν μεD.34.13,
τὰς ἄλλας ... φυλακάςD.24.36,
τὰς μὲν ἐργώδεις ... διακρούεσθαι στρατηγίαςPlu.Nic.6, cf. I.BI 3.405, D.C.60.25.4,
κἂν ἀνθρώπους διακρουσώμεθα ἐπιορκοῦντες, θεὸν δὲ οὐδαμῶςAesop.67, cf. 1,
διακρούεσθαι ἢ παρατείνειν τὴν ἀπόδοσιν ἐπιχειροῦσιintentan eludir o demorar el pago, POxy.237.8.10 (II d.C.), cf. 71.1.13 (IV d.C.), un argumento, Plu.2.449f,
ψιλῇ παρατηρήσει τὰ τοιαῦτα διακρούεσθαιA.D.Pron.41.8,
ὅρα δὴ πῶς ἂν τοῦτο διακρούσαιοHld.5.30
•c. inf.
ἐφοβούμην ἂν μὴ ... διακρούσηται τούτῳ τὸ δίκην ... δοῦναιtemería que por esto evitara pagar su castigo D.21.128
•en v. pas. verse privado de c. gen.
οὐκ ᾤετο δεῖν διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίαςD.24.132.
3 interrumpir c. ac. de pers.
ὅκως ... σὺ ἐλεγχθεὶς διακρούσῃ τοὺς ἀκαίρους γέλωταςHp.Ep.17.4,
αὐτόνPhilostr.VA 5.37, tb. en v. act.
ἑαυτὸν διέκρουεν ἐν τοῖς πράγμασιse interrumpía a sí mismo en medio del discurso Plu.2.80d, cf. 577a.
4 colocar aparte, ocultar
διεκρουσάμην τὸν χόρτον ... ἵνα μὴ ἀπενεχθῆ<ι>PSI 354.6 (III a.C.).
5 en razonamientos refutar
τοὺς λόγουςA.D.Synt.131.19.
B intr. zafarse, desentenderse
διεκρούσατο ... εἰς τὰ Παναθήναια φήσας ἀποπέμψεινse zafó diciendo que los devolvería por las Panateneas D.19.168, cf. 21.186
•escabullirse, pasar inadvertido
τῷ μὲν ἠδικηκότι σιγᾶν ἐξήρκει καὶ διακρουσαμένῳ τὸν παρόντα χρόνονD.19.33.