διακρουστικός, -ή, -όν
1 que expresa elusión o engaño
(ῥήματα)A.D.Synt.284.20.
2 capaz de alejar
λογικὴ διέξοδος ... δ. δὲ τῶν ἐπιφερομένων ἀποριῶνClem.Al.Strom.6.17.156.
(ῥήματα)A.D.Synt.284.20.
λογικὴ διέξοδος ... δ. δὲ τῶν ἐπιφερομένων ἀποριῶνClem.Al.Strom.6.17.156.