διακριβόω


I tr.

1 examinar o estudiar con detenimiento, conocer bien τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27, en v. pas. τοῖς μάγοις διηκρίβωται τὰ τῆς τέχνης Agath.4.25.4
tb. en v. med. τὴν παρασκευὴν διακριβούμενοι Lib.Or.59.64.

2 distinguir, definir con claridad o precisión τὸ λεχθέν Arist.Pr.916a36, τοῦ συλλογισμοῦ τὸν ὅρον Arist.SE 169b15, διακριβοῦν τοὺς ὁρωμένους distinguir a las personas que veía Hld.7.15.3, ἡ ὄψις ἀμβλύνεται διακριβοῦν τὰ ἐν αὐτῷ (ὕδατι) Philostr.Im.1.13, en v. pas. τὰ τοῦ ἐλέγχου ... διηκριβωμένα D.H.Din.9.1
en v. med. mismo sent. αὐτά σοι διακριβοῦμαι Pl.Tht.184d, cf. Plt.292c, Hld.7.7.3.

3 ajustar con exactitud, perfeccionar τὰς ἐργασίας Thphr.CP 3.20.5
en ret. y en la representación artística perfeccionar, pulir τοὺς λόγους Plu.2.848c, en v. pas. ὅσα κατὰ τὰς ἀπεργαζομένας τέχνας διηκριβωμένα φαίνεται Aristox.Fr.50, cf. D.S.1.74, κἀπειδὴ τὰ τῆς ὑποκρίσεως αὐτοῖς διηκρίβωτο después que se perfeccionaron en su papel Hld.6.12.1
realizar exacta, fielmente Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα AP 16.204, cf. Agathem.1.1, en v. pas. παίγνιον ... τορείαις διηκριβωμένον Plu.2.989e, σφυρὰ διηκριβωμένα <στερεὰ> γενναίου ἀνδρός Adam.2.7, (ἡδοναί) σφόδρα διηκριβωμέναι (placeres) muy refinados Aristox.Fr.50
part. pas. perfecto, exacto ἔμειξεν ... διηκριβωμένην μᾶλλον ἐπανόρθωσιν realizó una corrección (del calendario) más exacta Plu.Caes.59
subst. τὸ διηκριβωμένον lo exacto, lo ajustado τὸ δ. τοῖς χρόνοις D.S.1.3, τὸ δ. (τῆς διδασκαλίης) Gal.19.11.

4 c. ac. de pers. enseñar con exactitud o dedicación (τοὺς μαθητάς) ἐμπείρους δὲ τούτων ποιήσαντες καὶ διακριβώσαντες Isoc.15.184, en v. pas. εἰ γάρ τις διακούσειεν ἅπαντα ... καὶ διακριβωθείη μᾶλλον τῶν ἄλλων Isoc.15.192.

II intr.

1 ser estricto, preciso τὸ μὲν διακριβοῦν περὶ ἑκάστων LXX 2Ma.2.28, abs. D.C.72.18.4
en v. med. c. περί y gen. προσήκει διακριβοῦσθαι περὶ τῶν διαφερόντων conviene que sean precisos en relación con lo que les deben Isoc.13.6, οὐκ ἂν σφόδρα διακριβώσασθαι περὶ τῶν ἑαυτῷ συμφερόντων; ¿que no habría sido sumamente preciso en cuanto le concernía? Is.3.39, c. ac. de rel. ἀλλὰ τά τε ἄλλα διηκριβοῦτο pero en lo demás era estricto D.C.43.21.4.

2 profundizar en un tema διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου Arist.EN 1178a23
en v. med. perfeccionarse c. ac. de rel. τὴν μὲν σκυτικὴν οὐ πάνυ τι διακριβωσάμενος Alex.Aphr.in SE 40.27.