< διακριβεύω
διακριβόω >
διακριβολογέομαι
estudiar a fondo
ὄντος τε πέρι καὶ μή
Pl.
Sph
.245e,
ὑπὲρ τῶν ὁλοσχερῶν ἀστέρων
Heraclit.
All
.49.