< διακριβόω
διακριβωτέον >
διακρίβωσις
,
-εως, ἡ
investigación minuciosa
τῶν τὰς ἐκτετοπισμένας ἡμῖν χώρας περιελθόντων
Ptol.
Geog
.8.1.1.