διακριβεύω
1 determinar exactamente
δεήσει διακριβεύειν τὰς οὕτω τῶν ἐνιαυτῶν εὑρισκομένας διαθέσειςHeph.Astr.2.11.120.
2 dibujar con detalle fig.
πάλαι μὲν ἐσκιαγράφησεν, ἔπειτα μέντοι διηκρίβευσε τὰ μέλη τῆς γνώσεωςSynes.Hom.1.
δεήσει διακριβεύειν τὰς οὕτω τῶν ἐνιαυτῶν εὑρισκομένας διαθέσειςHeph.Astr.2.11.120.
πάλαι μὲν ἐσκιαγράφησεν, ἔπειτα μέντοι διηκρίβευσε τὰ μέλη τῆς γνώσεωςSynes.Hom.1.