διακινδυνεύω
arriesgarse, correr peligro
με δεῖν διακινδυνεύεινPl.Ap.32c, cf. Aeschin.3.180,
καὶ μὴ διακινδύνευε ἐκεῖσε ἄγων (ἀργύριον)D.50.28, cf. LXX 2Ma.11.7, I.BI 1.135
•en v. med.-pas.
διακεκινδυνευμένα φάρμακαremedios muy arriesgados, e.e. desesperados Isoc.11.22
•esp. en cont. bélico arriesgarse a combatir, arriesgarse
οὐδέποτε τῷ αἰσχρῷ ὀνείδει εἴξας ἀλόγως διακινδυνεύσεινTh.8.27,
ἔκρινε δ. καὶ πρῶτον ἐγχειρεῖν τοῖς ΣυρακοσίοιςPlb.1.11.12,
δ. καθ' ἑαυτούςarriesgarse a combatir por sí solos Plu.Caes.43,
παρασκευῇ τῇ πάσῃ διακινδυνεῦσαιPaus.5.4.1, cf. Plb.2.64.4
•c. ἐς y ac. arriesgarse (a ir) a
ἐς τὰς ἘπιπολάςTh.7.47
•c. πρός y ac. arriesgarse a combatir contra
πρὸς μὲν γὰρ ὀλίγας ἐφορμούσας (ναῦς)Th.1.142,
πρὸς] τοὺς πειρατάςIEphesos 5.23 (II a.C.),
πρὸς πλείοναςIGBulg.12.388bis.20 (Istro II a.C.),
πρὸς πολλοὺς μετ' ὀλίγωνPlu.2.225b,
πρὸς τοὺς πολεμίους κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλαττανPlu.2.230e, cf. Plb.2.13.6, Str.15.1.40, Luc.Dem.Enc.38,
πρὸς ἀνθρώπους ἀπονοίᾳ χρωμένουςD.C.Epit.7.25.7, cf. 8.26.13
•c. otras determ. arriesgarse por c. ὑπέρ y gen.
ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρωνLys.2.20,
ὑπὲρ τῆς Μακεδόνων ἀρχῆςPlb.2.49.6,
ὑπὲρ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶνI.AI 12.338, c. πρό y gen.
πρὸ βασιλέωςX.Cyr.8.8.4, c. περί y gen.
δ. περὶ τῶν ὅλωνjugarse el todo por el todo D.Ep.3.12, Plb.2.18.7, c. dat.
τῷ σώματι ... δ.arriesgar la vida Antipho 5.63
•c. inf. arriesgarse a
εἴτ' ... κατὰ τὰς Ἐπιπολὰς ... διακινδυνεύσωσιν ἐσπλεῦσαιTh.7.1,
διακινδυνεύοντα (τὸ σῶμα) ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόνarriesgándose (el cuerpo) a devenir malo o bueno Pl.Prt.313a.