< διακιθαρισμός
διακινδυνεύω >
διακινδυνευτέον
hay que arriesgarse
τὸ φάναι
Pl.
Ti
.72d
•
tb. en plu.
ἐδόκει διακινδυνευτέα
Arr.
An
.1.1.8.