διαθροέω
divulgar, extender una noticia, hacer público c. ac.
ταῦταTh.8.91, D.C.56.46.1,
πολλὰ καὶ ἄτοπαD.C.78.1
•c. or. complet.
διεθρόησαν ὡς χρήματα πολλὰ ἴδοιενTh.6.46, c. ὅτι X.HG 1.6.4, D.C.44.15.3, 73.14.4
•en v. pas.
πάντα ... διαθροεῖταιD.C.53.19.4,
ὡς γεγονότα διεθροεῖτοD.C.61.8.5.