διαθρίζω


segar, cortar διέθρισε δ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας Q.S.8.322, ἀγκύλα νεῦρα Q.S.11.53, ἀνθερεῶνα Nonn.D.15.33, 28.93, αὐχένα Nonn.D.14.371, 46.216; cf. διαθερίζω.