διαθροίζω
1 tr. reunir, recaudar
χρυσίον ... διαθροίσαντεςLyd.Mag.3.35.
2 en v. med., intr. reunirse, concentrarse
βραχύ τι σχεῖν τῆς διαθροιζομένης οὐσίαςGal.12.185.
χρυσίον ... διαθροίσαντεςLyd.Mag.3.35.
βραχύ τι σχεῖν τῆς διαθροιζομένης οὐσίαςGal.12.185.