διαδύομαι
I intr. introducirse, colarse, penetrar c. adv. o constr. local
μῶν ὁ γέρων πῇ διαδύεται <αὖ>;Ar.V.396,
ὁ ἥλιος ... δύναται διαδύεσθαι εἰς τὴν σάρκαArist.Pr.967a25, del fuego
διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμαThphr.Ign.73, de gusanos
ὑφ' ὧν ἀναλίσκεται τὸ σῶμα διαδυομένων εἰς τὰ ἐντόςPlu.Art.16,
τὰ σώματα διαδυόμενα δι' αὐτῶνAlex.Aphr.Quaest.73.2
•fig., sent. no fís. introducirse
διὰ τούτων πάντων ἡ φιλία διαδυομένηX.Mem.2.6.22.
II tr.
1 introducirse en, penetrar
τὰς βώλουςThphr.CP 5.13.7,
ταύτην (ἁλυκότητα)Thphr.CP 2.5.4.
2 eludir, esquivar, rehuir
ἡμᾶςAr.V.282, Pl.Ly.216d,
τὸν λόγονPl.Sph.231c,
τὰς λῃτουργίαςLys.21.12, abs. D.42.23.