διαδύνω
I intr.
1 introducirse, penetrar
αὗται (αἱ φῦσαι) ... πολλὸν διαδύνουσαιHp.Flat.13,
τὸ φάρμακον διαδῦναιArist.Mir.837a17,
τὸ ῥᾳδίως διὰ λεπτότητα διαδῦνονArist.Pr.934a10,
παντελῶς διαδῦνον τὸ φῶςArist.Col.791a26, c. διά y gen.:
οἳ διαδύντες διὰ τοῦ ... τείχουςTh.4.110,
(πνεῦμα) διαδύνει διὰ τῆς σαρκόςHp.Flat.9, cf. 14,
διαδὺς διά τινος ὑδρορροίαςPlb.4.57.8,
διέδυ ὁ λίθος διὰ τῆς περικεφαλαίαςLXX 1Re.17.49,
διὰ τῶν μαχομένωνPlu.2.870b, c. gen.
κοὐκ ἔστιν ὀπῆς ... διαδῦναιAr.V.352,
ἥτις διαδῦναι μὲν τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων ... ἐδύνατοAttic.9.10, c. ἐν:
διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳAP 5.294 (Agath.), c. adv. de lugar
διαδὺς ταύτῃPlb.8.30.6,
ἡ φλόξ ... κατωτάτω διαδῦσαPh.2.21
•tb. en v. med., de sabores
ταχὺ καὶ πάντη διαδύνεσθαιThphr.Sens.65.
2 hacer un trayecto
ἄγγελον ἢ γραμματοφόρον διαδῦναι ... χρόνῳ πολλῷPlu.Caes.26.
3 escapar
οὐ λέξεις οἷον δράσας διέδυς ἔργονAr.Th.712,
κατά τινας διαδὺς τῶν ὑπονόμωνI.BI 7.215.
II tr.
1 introducirse en o entre
οἱ αἰέλουροι διαδύνοντες ... τοὺς ἀνθρώπους ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρHdt.2.66,
τὸν κισσὸν διαδύςTheoc.3.14,
(Ζεύς) διαδὺς ... χαλκελάτους θαλάμουςAP 5.217 (Paul.Sil.),
κώνωψ ἡμετέρης διαδὺς πλέγμα λινοστασίηςAP 9.766 (Agath.),
διέδυ ῥαφίδος τρῆμαAP 11.110 (Nicarch.).
2 esquivar, rehuir
κοὐκ ἔσθ' ὅπως διαδὺς ἂν ἡμᾶς ἔτι λάθοιAr.V.212,
τὸ δίκην δοῦναι διαδύςD.18.133,
διαδῦναι κίνδυνονHld.8.6.7.