διάδυσις, -εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración
ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃEpicur.Fr.[24.50] 4,
ἐς τὼς πόρως δ.Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
•de mezclas interpenetración
συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερονPlot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria
πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαιD.24.139, cf. 94,
διαδύσεις καὶ παλινδικίαιPlu.Dem.6,
διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόνLib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla
ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοιAen.Tact.24.5
•galería, túnel
διαδύσεις μεταλλουργοῦντεςD.S.5.36,
(ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέονStr.13.1.43 (cj.).