< διαγνωστικός
διαγογγύζω >
διαγνωστός
,
-ή, -όν
reconocible
,
identificable
διαφορὰ ... αἰσθήσει δ.
Gal.8.683, cf. 940,
ἡ συστολή
Gal.9.466,
σημεῖα
Basil.
Ep
.204.2.