διαγογγύζω


1 murmurar como signo de desaprobación διαγογγύζετε ἐν ταῖς σκηναῖς ὑμῶν LXX De.1.27, cf. Ast.Am.Prod.p.107.7, διεγόγγυζον ... λέγοντες ὅτι ... Eu.Luc.15.2, 19.7
c. giro prep. de pers. murmurar contra καθ' ἡμῶν LXX Ex.16.8, cf. Nu.14.36, ἐπὶ Μωυσῆν LXX Nu.14.2, ἐπὶ τοῖς ἄρχουσιν LXX Io.9.18, tb. c. ac. int. τι πρὸς τοὺς παρόντας ἠρέμα διαγογγύσαντα Hld.7.27.4
protestar por πονηρῷ ἐπ' ἄρτῳ LXX Si.31.24.

2 rechazar c. ac. τὴν εἰρημένην λέξιν Clem.Al.Strom.3.4.38.