διαγνωστικός, -ή, -όν
I
πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματείαPlu.2.1143C, c. gen.
καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόνLuc.Salt.74, cf. Herm.69,
μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτωνNicom.Ar.1.13
•medic. relativo al diagnóstico
τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίαςAristaenet.1.13.15
•capaz de diagnosticar c. gen.
ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντωνGal.3.380,
δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεωνGal.1.271
•que sirve para diagnosticar
(σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικάGal.1.313.
2 relativo a una vista judicial (cf. διάγνωσις II 3)
διαγνωστικὰ ὑπομνήματαactas judiciales emitidas de resultas de una διάγνωσις PLips.34.15 (IV d.C.), PSI 768.13 (V d.C.),
διαγνωστικοὶ ἀγῶνεςconflictos legales resueltos en virtud de una διάγνωσις PMich.Gagos 20 (VI d.C.), Iust.Nou.115.2.
II adv. -ῶς mediante una cognitio o vista judicial
δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένωνIust.Nou.86.1.