< διαβριθής
διαβροχή >
διαβριμάομαι
temblar de arriba a abajo
ὁ διδάσκαλος ... διαβριμώμενός τε καὶ τὴν αἰγίδα πυκνὰ ἐπισείων
Them.
Or
.21.261c.