διαβριθής, -ές
1 abundante, cargado de c. dat.
καρποῖς ὡραίοις δ. (ἡ γῆ)Cyr.Al.M.68.373C, cf. Hsch.
2 cruel, tremendo de pers. Cyr.Al.M.71.540A
•ac. adv.
δεινὸν καὶ διαβριθὲς ... ὁ παρὰ Κύρου κτυπήσει πόλεμοςCyr.Al.M.71.277A, cf.
διαβριθοῦς· ἰσχυρᾶςHsch.