διαβροχή, -ῆς, ἡ


mojadura σωμάτων Antyll. en Orib.9.23.1, στομάχου καὶ ἥπατος Aët.1.121, πρὸς τὰς φλεγμονὰς κατὰ τῆς κεφαλῆς Paul.Aeg.3.7, cf. Hippiatr.Cant.108.2
ref. alimentos remojo, maceración Dsc.2.107 (cód.), Antyll. en Orib.4.11.2.