διαβρέχω
1 mojar, empapar
γλῶσσα ὑπὸ ξηρότητος ἐνίοτε ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειενHp.Epid.7.43,
τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖArist.Pr.866a10,
ἐν οἴνῳThphr.HP 9.9.3,
δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιονD.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.
2 en v. med.-pas., intr. inundarse, empaparse
ὁ ἐγκέφαλοςHp.Morb.Sacr.11,
πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους)Zeno Stoic.1.65,
διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλοςLuc.Trag.304,
τῶν σπογγῶν διαβραχέντωνal empaparse las esponjas Babr.111.19,
ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχένταAel.NA 1.23,
κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖνGp.17.17.2
•fig.
διαβρέχεις τ' ἀρτύματαA.Fr.306, de un borracho
ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείςPorph.Chr.30.