διαβιβρώσκω
• Morfología: [aor. 3a plu. διέβρον Call.SHell.259.31]
devorar, corroer, consumir
ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ]ε κακοὶ κίβισίν τε διέβρονroyeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón Call.l.c.,
ἡ τῆς θαλάττης ἅλμη διαβιβρώσκουσα τὰς πέτραςPhlp.in de An.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas.
τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμηςThphr.HP 4.6.10,
ὑπὸ ... [τ]ῶν κοράκω[ν διαβεβρ]ωμένηνPEnteux.70.8 (III a.C.),
δα]κτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένηνID 1417B.2.43 (II a.C.),
(φιάλη) διαβεβρωμένηID 1441A.1.47 (II a.C.),
τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένονID 1450A.2.52 (II a.C.),
ὕλης διαβιβρωσκομένηςI.BI 5.471,
εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιοa no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros), Luc.Ind.1
•frec. en medic. corroer, erosionar
τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστινGal.3.384,
μέλαινα ... χολή, δακνώδης μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... δέρμαGal.7.726, cf. Alex.Aphr.Pr.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas.
ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλονHp.Morb.2.24,
κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦHp.Fist.3,
πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναιantes de que la fístula se haya corroído Hp.Fist.4, cf. Gal.13.655,
διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαιpor estar totalmente corroída (la carne más vieja), Pl.Ti.83a,
ἡ κιονὶς διεβρώθηAret.CA 1.9.3
•fig., c. compl. de abstr.
τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπουClem.Al.Paed.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas.
διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶνson devorados por ellos (los secretos), Plu.2.508d.