διαβιβαστικός, -ή, -όν
1 gram. transitivo de la acción verbal
ἐγκειμένης διαβιβαστικῆς διαθέσεως ἐπὶ πρόσωπον ὑποκείμενονA.D.Synt.298.15
•del pron. ἀλλήλους recíproco
διαβιβαστικὴν σχέσιν ἐμφαίνειAn.Ox.1.48.25.
2 transmisor
καὶ τὸ ὕδωρ ... διαβιβαστικὸν τοῦ ψόφουSimp.in de An.138.31, cf. 163.18, Phlp.in de An.367.2.