διαβιόω
• Morfología: [aor. inf. διαβιῶναι E.Fr.1052.9, Pl.Grg.526a, part. διαβιούς X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17]
1 pasar la vida
ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένηE.l.c., c. constr. prep.
ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷpues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado Pl.Lg.802c,
τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦνLuc.DDeor.14.2,
ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦνI.AI 18.242,
μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν ἔνδον διαβιοῦντιD.Chr.4.113, c. adv.
γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπονPl.Lg.679d, cf. Ael.NA 7.48, TAM 3(1).927.5 (Termeso, imper.),
δικαίως διαβιῶναιPl.l.c., cf. Clem.Al.Strom.5.14.122, c. part. pred. del suj.
ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶPl.R.365b, cf. Grg.473c, Lg.875b,
οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι;X.Ap.3, cf. Mem.4.8.4
•en v. med. mismo sent.
τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃX.Mem.2.1.23
•c. ac. int. vivir, pasar
ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίονPl.Men.81b, cf. Lg.662d,
τὸν ἐνθάδε χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκενIsoc.9.70, cf. X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17, c. ac. y part.
ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖPl.Lg.730c, cf. Plu.2.660e
•en v. med. mismo sent., c. ac. int.
πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίονArr.Epict.Fr.8.
2 vivir de, mantenerse de c. giro prep.
τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονταιPlu.Publ.3, c. dat. instrum.
κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσαςAel.VH 11.3.
3 sobrevivir
ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύοLXX Ex.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.Pers.2.5.33.