< δημεχθής
δημηγέρτης >
δημηγερσία
,
-ας, ἡ
sublevación
,
levantamiento popular
causado por los desmanes de la soldadesca
δημηγερσίαν πάντοτε πράττουσιν
PFlor
.295.5 (VI d.C.).