δημηγορέω
• Alolema(s): dór. δαμα- Dialex.7.1; δημογορ- Eust.901.1


I intr.

1 hablar en público, arengar al pueblo, pronunciar un discurso o una arenga esp. en cont. polít. o forense, Ar.Ec.111, 429, Pl.Grg.503b, ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν Ar.Eq.956, Αἴσωπος ... δημηγορῶν κρινομένου δημαγωγοῦ περὶ θανάτου Arist.Rh.1393b23, ἐν μὲν γὰρ ταῖς ὀλιγαρχίαις οὐχ ὁ βουλόμενος, ἀλλ' ὁ δυναστεύων δημηγορεῖ Aeschin.3.220, ἤρξατο δ. οὕτως LXX 4Ma.5.15, ἐκκλησίας συνάγειν αὐτὸν καὶ δ. D.H.12.1, cf. 4.76, εἱστήκει δὲ δημηγορῶν ἐπὶ βουνοῦ τινος I.BI 2.619, συγκαλέσας τὰς δέκα φυλὰς ... ἐδημηγόρησε τούτους ποιησάμενος τοὺς λόγους I.AI 8.226, ἔπεισε δημηγορῶν ... μένειν con su discurso les convenció de quedarse D.Chr.2.23, ἐμὲ δ. τε καὶ ὑμνεῖν τὸν θεόν Aristid.Or.48.30, ἥ γέ τοι πόλις ἅπασα κεχηνότες αὐτοῦ ἀκούουσιν, ὁπόταν δημηγορήσων παρέλθῃ la ciudad entera le oye con la boca abierta cada vez que comparece en público Luc.Scyth.11, ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἐδημηγόρησε D.C.59.6.7, σχεδιάσαι ... συνηγορῶν τε καὶ δημηγορῶν Philostr.VS 482, δημηγορῶν τε καὶ διαλεγόμενος Philostr.VS 495, en v. pas. τὰ ... δεδημηγορημένα discursos pronunciados ante el pueblo D.19.9
c. dat. τούτοις τοῖσι προβάτοις Ar.V.35, δ. ἐπειρώμην τῷ πλήθει ... στὰς ἐπὶ τριγχοῦ τινος ὑψηλοῦ I.Vit.92
c. otras constr. δ. πρὸς παῖδάς τε καὶ γυναῖκας καὶ τὸν πάντα ὄχλον Pl.Lg.817c, cf. Act.Ap.12.21, περὶ τῶν ὑμετέρων δημηγοροῦσιν Lys.14.45, κοινὴν ἐκκλησίαν ... συναγαγόντων καὶ περὶ συλλύσεως δημηγορούντων D.S.16.68, περὶ πολέμου δ. ... καὶ εἰρήνης Anaximen.Rh.1425b19, ὑπὲρ τῶν τῇ πόλει συμφερόντων δ. Isoc.12.12, cf. Din.2.17, D.S.17.108, πρὸς χάριν δ. D.3.3, cf. 4.38, δημηγορεῖ Εὐρυδίκη κατ' αὐτοῦ Arr.Post Alex.1.33
c. sent. peyor. hablar demagógicamente, e.e., con propósito de agradar, Eup.99.23, Timocl.7.1, δημηγορεῖτε ... καὶ ἃ οἱ πολλοὶ ἂν ἀποδέχοιντο ἀκούοντες, λέγετε ταῦτα Pl.Tht.162d, δ. τὸ ἐν δήμῳ ἀγορεύειν, ἰδίως δὲ τὸ κεχαρισμένα λέγειν καὶ τὸ ἀπαίδευτα λέγειν Hermog.Meth.1.

2 ser orador público, intervenir en política οἱ κοινῇ δημηγοροῦντες Arist.Rh.1358b10, οἱ δαμαγοροῦντες los oradores públicos, Dialex.l.c., cf. Plu.2.175c, πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. D.18.60, μήτε δημηγορῶν μήτε στρατηγῶν μήτ' ἄλλως δυνάστης ὤν Isoc.Ep.1.9, cf. X.Mem.3.6.1, Hp.Ep.10.

II tr.

1 pronunciar, exponer en público, c. ac. int. ταῦτα δημηγορεῖς Pl.Grg.482c, λόγους κατὰ τοῦ Φιλίππου δ. D.19.9, ἀξίους ... θανάτων λόγους D.19.15, cf. 23.110, εἵνεκα ... τῶν γε δημηγοριῶν ὧν ... δημηγορεῖ por los discursos que pronuncia D.21.202, ὁποῖα ἐν Ἀρμενίᾳ ἐδημηγόρησεν; Luc.Hist.Cons.15, πάντα ... πρὸς τὴν τῶν ἀκουόντων προαίρεσιν ... δημηγορήσας pronunciando una arenga totalmente adecuada al gusto de su audiencia D.S.13.92.

2 proclamar públicamente ἑκατέρων τὴν ἀμείωτον καὶ ἀνέπαφον παρθενίαν Ps.Caes.197.55.