< δεσποστός
δεσπόσῠνος >
δεσποσύνη
,
-ης, ἡ
despotismo
ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην
Hdt.7.102, cf.
Gloss
.2.55.