δεσπόσῠνος, -ον
• Morfología: [fem. -η Pi.Pi.4.267, Ann.Br.Sch.Ath.58.1963.27 (Berea, imper.)]


I 1del señor o del amo de la casa λέχος h.Cer.144, οὐδ' ἔτι δασμοφοροῦσιν δεσποσύνοισιν ἀνάγκαις ya no pagan tributo por imposición del amo A.Pers.587, δόμοι A.Ch.942, cf. E.Hec.99, 1294, IT 439, Fr.773.44, μέλαθρα Ar.Th.42, cf. Fr.734, χρήματα X.Oec.9.16, ὃν ἐπόθησεν δεσποσύνη τύχη Ann.Br.Sch.Ath.l.c.
de la señora πρὸς μελαμπεταλοχίτωνα Ματρὸς οὐρείας δεσπόσυνα γόνατα πεσεῖν Tim.15.125, δεσπόσυνος μὲν εὕρηται παρ' Εὐριπίδῃ, οὐ μὴν δὲ καὶ δεσποσύνη Eust.918.49
neutr. como subst. τὰ δ. bienes del amo ἀπέχεσθαι τῶν δεσποσύνων X.Oec.14.2, Phld.Oec.7.17
en lit. crist. del Señor dicho de los parientes de Cristo δεσπόσυνοι καλούμενοι διὰ τὴν πρὸς τὸ σωτήριον γένος συνάφειαν Afric.Ep.Arist.p.61.20.

2 propio de un rey, regio κίονες Pi.l.c.

II subst. ὁ δ.

1 señor, amo δεσποσύνοισι φέροντες ἀναγκαίης ὑπὸ λυγρῆς ἥμισυ παντός Tyrt.5.2, παρὰ δεσποσύνοις τοῖς ἡμετέροις Anaxandr.42.33, cf. Plu.Lyc.28, Πολέμα Λυσιμάχω τῶ ἑαυτῆς δεσποσύνω ἥρωι GDI 4334 (Megista II a.C.), τοῦ παιδὸς χρῄζων ἦλθεν ὁ δ. AP 12.222.4 (Strat.), cf. 246 (Strat.), Laodicée 19 (I d.C.)
hijo del amo τὸν δεσπόσυνον προγραφέντα ἐφύλασσεν App.BC 4.44, ὁ νεώτερος δεσπότης δ. καὶ τρόφιμος Poll.3.73, cf. Phot.δ 210.

2 milit. jefe como equiv. poét. de ἔπαρχος: οὐε]τράνων εἴλης δ. [Γαλατ]ῶν trad. de lat. praefectus alae ueteranae Gallicae, IMEG 24.8 (II d.C.).

3 esclavo de nacimiento δοῦλοι ... τραφέντες ἐν οἰκίαις δεσποτῶν οὐ τρόφιμοι καλοῦνται, ἀλλὰ δεσπόσυνοι ἢ δεσπόσιοι Eust.846.13.