< δαλματική
δαλματικομαφόρτης >
δαλματικομαφόριον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
δελμ-
PRoss.Georg
.3.28.10 (IV d.C.),
SB
10988.17 (IV d.C.), 11075.7, 8 (V d.C.)
capa
o
dalmática con capucha
,
PRoss.Georg
.l.c.,
SB
l.c., 9594.4 (VII d.C.).