< δακτυλιστής
δακτυλόγλυφος >
δακτυλῖτις
,
-ιδος, ἡ
bot.
aristoloquia larga
,
Aristolochia longa
L.
, Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.
Etym
.17.9.52, cf. δακτυλίς
3
.