δακτυλιστής, -οῦ, ὁ


1 sent. dud., quizá agrimensor, topógrafo (v. δάκτυλος II 1) PFay.112.11 (I d.C.), PAmh.126.32 (II d.C.).

2 fabricante de anillos δακτυλισ[τὰς ...] μετροποιοὺς κλειδοπ[οιοὺς] σκευῶν τεχνεῖτας PTeb.277.1 (III d.C.).