< δακτυλῖτις
δακτυλοδεικτεί >
δακτυλόγλυφος
,
-ου, ὁ
grabador de anillos
,
joyero
ζωγράφοις καὶ δακτυλογλύφοις
Gal. en Aët.7.101, cf. δακτυλιογλύφος.