< δακτῠλόδικτος
δακτῠλοκαμψοδύνη >
δακτυλοειδής
,
-ές
semejante a un dedo
τύποι
Philemo en Ath.468f,
ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ
de las falanges
, Ruf.
Oss
.22.