< δακτυλοδειξία
δακτυλοειδής >
δακτῠλόδικτος
,
-ον
dirigido
,
guiado con los dedos
ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος
A.
Fr
.57.4.