< δακτυλοειδής
δακτυλοκλείδιν >
δακτῠλοκαμψοδύνη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[-δῠ-]
dolor de tener los dedos crispados
en los ábacos
ἡ ψήφων δ.
AP
16.18.