< δακτυλίσκος
δακτυλιστής >
δακτυλισμός
,
-οῦ, ὁ
métr.
estructura dactílica
διὰ μετρικὸν δακτυλισμόν
Eust.887.29,
ὁ ἐν τῷ ἡρωϊκῷ μέτρῳ ἀναγκαῖος δ.
Eust.989.9.