δακτυλίσκος, -ου, ὁ
dedito dim. de δάκτυλος como medida de longitud
χάλασμα ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ ... μὴ πλέον δακτυλίσκουIG 7.3073.115 (Lebadea II a.C.).
χάλασμα ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ ... μὴ πλέον δακτυλίσκουIG 7.3073.115 (Lebadea II a.C.).