γύριος 1
,
γύριος 2
.
< γυρινώδης
γύριος >
γύριος
,
-α, -ον
circular
λίμνη
Anon. en Sud.
< γύριος
γῦρις >
γύριος
,
-ου, ὁ
harina fina
,
Ἐφέσου γ.
PSI
428.44 (III d.C.), pero tal vez. gen. de γῦρις, cf. Battaglia,
ARTOS
, p.61 nota 1.