< γλωσσοστροφέω
γλωσσότμητος >
γλωσσοτέχνης
,
-ου, ὁ
hábil en servirse de la lengua
γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι)
D.Chr.7.124.