< γλωσσοτέχνης
γλωσσοτομ- >
γλωσσότμητος
,
-ον
que tiene la lengua cortada
τυφλὸν ἢ συντετριμμένον ἢ γλωσσότμητον
LXX
Le
.22.22, cf. Iust.Phil.
Or.Gr
.3.24.