< γλωσσός
γλωσσοτέχνης >
γλωσσοστροφέω
• Alolema(s):
át.
γλωττ-
Ar.
Nu
.792
mover la lengua
, cóm.
darle a la lengua
ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι μὴ μαθὼν γλωττοστροφεῖν
Ar.l.c., cf. Hsch.