< γλωσσολογία
γλωσσοπέδη >
γλωσσομανία
,
-ας, ἡ
charlatanería
,
verborrea
παραιτησάμενος ... γλωσσομανίαν ἐπὶ τὸ ζητεῖν τὸ κατ' ἀλήθειαν ... τρέψεται
Tat.
Orat
.3.