γλωσσοπέδη, -ης, ἡ
• Alolema(s): γλωττο- Chrys.M.49.36
mordaza, atadura, traba de la lengua
ὥσπερ τινὶ γλωττοπέδῃ τῇ συμφορᾷ κατεχόμενοι βαρυτάτην κατέχουσιν ἡσυχίανChrys.M.49.36, cf. 52.688, fig., Chrys.Laed.7.44.
ὥσπερ τινὶ γλωττοπέδῃ τῇ συμφορᾷ κατεχόμενοι βαρυτάτην κατέχουσιν ἡσυχίανChrys.M.49.36, cf. 52.688, fig., Chrys.Laed.7.44.