< γλωσσόκομον
γλωσσομανία >
γλωσσολογία
,
-ας, ἡ
locuacidad
,
facilidad de palabra
ἡ δὲ γ. τῶν τὰ πρόσκαιρα τῶν αἰωνίων προαιρουμένων
Procop.Gaz.M.87.1321D.