< γλύφᾰνος
γλῠφεύς >
γλυφεῖον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
γλύφιον
EM
235.18G.
1
cincel
μοχλία καὶ γλυφεῖα
Luc.
Somn
.13.
2
cueva
,
caverna
Hsch.,
EM
l.c.